αλεποφωλιά

αλεποφωλιά
αλεποφωλιά, η και αλουποφωλιά, η
η φωλιά της αλεπούς, αλεπότρυπα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλεποφωλιά — και αλουποφωλιά, η φωλιά αλεπούς, αλεπότρυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + φωλιά] …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”